ὁλκήρης

ὁλκήρης
ὁλκ-ήρης, ες, sich fortschleppend, kriechend, von der Schlange

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολκήρης — ὁλκήρης, ήρες (Α) (για φίδι) αυτός που σύρεται, που έρπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκή + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»), πρβλ. ξιφ ήρης. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”